- ἡμεραῖος
- ἡμεραῖος, [full] α, ον,A of the daytime, ἡμεραίας (sc. ὥρας) PLips.40iii5 (iv A.D.).II a day long,
πλοῦς Scyl.69
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλοῦς Scyl.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημεραίος — ἡμεραῑος, ία, ον (Α) [ημέρα] 1. αυτός που ανήκει στην ημέρα 2. αυτός που διαρκεί μια μέρα … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek